βελοειδής

βελοειδής
-ές
όμοιος με βέλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ειδής < είδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον θεόδ. Γ. Ορφανίδη ως απόδοση του γαλλ. sagitte].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”